Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Διαίρεση δεκαδικών αριθμών με το 10, 100, 1000

Διαίρεση δεκαδικών αριθμών με το 10, 100, 1000

Για να διαιρέσουμε σύντομα ένα δεκαδικό αριθμό με το 10, μετακινούμε την υποδιαστολή του δεκαδικού μία θέση προς τα αριστερά. Αν μας λείπουν ψηφία, συμπληρώνουμε με μηδενικά.



Παράδειγμα: 2,45 : 10 = 0,245

0,432 : 10 = 0,0432


Για να διαιρέσουμε σύντομα ένα δεκαδικό αριθμό με το 100 μετακινούμε την υποδιαστολή του δεκαδικού δύο θέσεις προς τα αριστερά. Αν μας λείπουν ψηφία, συμπληρώνουμε με μηδενικά.





Παράδειγμα: 6 :100 = 0,06


Για να διαιρέσουμε σύντομα ένα δεκαδικό αριθμό με το 1.000, μετακινούμε την υποδιαστολή του δεκαδικού τρεις θέσεις προς τα αριστερά. Αν μας λείπουν ψηφία, συμπληρώνουμε με μηδενικά.



Παράδειγμα: 584,6 : 1000 =0,5846


Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ρήματα: Εγκλίσεις και συζυγίες - Γραμματική μαθήματος 5ης Ενότητας: Στον δρόμο με το Σωτήρη from Ilias Iliadis


Οδυσσέας Ελύτης

Οδυσσέας Ελύτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Οδυσσέας Ελύτης Nobel prize medal.svg
Odysseas Elytis 1979.jpg
Ο Ελύτης περίπου το 1979, Εθνικά Αρχεία της Ολλανδίας
Γέννηση2 Νοεμβρίου 1911
Ηράκλειο Κρήτης, Ελλάδα
Θάνατος18 Μαρτίου 1996 (84 ετών)
Αθήνα, Ελλάδα
ΙδιότηταΈλληνας ποιητής, Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1979)
Ο Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.
Μεταλλικό ανάγλυφο με τον Οδυσσέα Ελύτη, από τη Λότζια Ηρακλείου Κρήτης (έργο του Γιάννη Παππά)

 

Βιογραφία [Επεξεργασία]

Νεανικά χρόνια [Επεξεργασία]

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, και αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου[1].
Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι.Θ. Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες. Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Αποκορύφωμα των διώξεων που γνώρισε η οικογένειά του ήταν η σύλληψη του πατέρα του. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον εξόριστο μετά την πτώση του Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του Ανοιχτά Χαρτιά), πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στράφηκε στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Καμπούρογλου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, κι ένας τρίτομος «Οδηγός της Ελλάδος». Την Άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντάς τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.
Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, σύμφωνα με τον ίδιο: «...μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση» [2].

Λογοτεχνία [Επεξεργασία]

Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε η Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα στο πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, Ι. Θεοδωρακόπουλου και Ι. Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα "Συμπόσια του Σαββάτου" που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο αυλό), τη συλλογή Στου γλιτωμού το χάζι του Θεοδώρου Ντόρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: "Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι' αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν".[2]
Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908-1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες (Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.

Νέα Γράμματα [Επεξεργασία]

Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Τον Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον περιέγραψε: «...ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα»[2]. Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι επισκέφτηκαν τη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ήρθαν σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν.
Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του ποιητή Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά με το ψευδώνυμο "Οδυσσέας Βρανάς", με στόχο τη δημοσίευσή τους, παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη. Αυτός αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος το επίσης ψευδώνυμο "Οδυσσέας Ελύτης".
Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε τον Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει τον δημιουργό τους ως τον ποιητή που «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».
Το 1936, στην «Α΄ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage).[3] Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα των νέων λογοτεχνών ήταν πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο "Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης" στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.
Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και, μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Samuel Baud Bovy δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.[4]

Αλβανικό μέτωπο [Επεξεργασία]

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (Από το ΙΑ΄)
Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την Άνοιξη του 1942 ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».
Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και την ανολοκλήρωτη Βαρβαρία. Την περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.

Ευρώπη [Επεξεργασία]

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του: «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Prés»[2]. Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des Critiques d’Art ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό και άλλους.
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πάμπλο Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το Β.Β.C. πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Επιστροφή στην Ελλάδα [Επεξεργασία]

Tης αγάπης αίματα*με πορφύρωσαν
Kαι χαρές ανίδωτες*με σκιάσανε
Oξειδώθηκα μες στη*νοτιά
*των ανθρώπων
Mακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου*με καρτέρεσαν
Mε μπομπάρδες τρικάταρτες*και μου ρίξανε
Aμαρτία μου νά ’χα*κι εγώ
*μιαν αγάπη
Mακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε*μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της*μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια*στιγμή
*να φωτίσουν
Mακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο
Κι από τότε γύρισαν*καταπάνω μου
Των αιώνων όργητες*ξεφωνίζοντας
"Ο που σ’ είδε, στο αίμα*να ζει
*και στην πέτρα"
Mακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο
Της πατρίδας μου πάλι*ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα*και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα*με φως
*ξεπληρώνω
Mακρινή Mητέρα*Pόδο μου Aμάραντο
Το Άξιον Εστί (Τα Πάθη, ι΄)
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για έναν χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ., διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.
Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.
To 1965 του απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ[5], ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο. Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το "Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας" που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.

Βραβείο Νόμπελ [Επεξεργασία]

Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.
Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου "για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα"[6][7], σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον Βασιλέα Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη" στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

Έργο [Επεξεργασία]

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος"[8]. Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον "ορθόδοξο" υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό διακρίνονται ευκολότερα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).
Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο»[9]. Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του, καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασσική ακρίβεια της φράσης[10] ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης»[11]. Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γ.Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούνταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού[9].
Η μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»: «Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή»[8] Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί - για πρώτη φορά στην ποίησή του - την τεχνική του κολάζ.
Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

Εργογραφία [Επεξεργασία]

Ποιητικές συλλογές [Επεξεργασία]

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ(ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ)

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Αρχαία Αθήνα

Αρχαία Αθήνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Αττική
Περιοχή της αρχαίας Ελλάδας
Akropolis by Leo von Klenze.jpg
Η ακρόπολη των Αθηνών
Τοποθεσία:Στερεά Ελλάδα
Μεγαλύτερη πόλη:Αθήνα
Διάλεκτος:Αττική
Περίοδος ακμής:5ος αιώνας π.Χ.
Attica map.jpg
Χάρτης αρχαίας Αττικής
Η αρχαία Αθήνα ήταν πόλη-κράτος της αρχαίας Ελλάδας και μία από τις σημαντικότατες πόλεις του αρχαίου κόσμου γενικότερα. Τα όρια της περιλάμβαναν το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Αττικής. Οι Αθηναίοι πέρα από την Αττική κυριαρχούσαν μέσω του ισχυρού τους στόλου σε έναν μεγάλο αριθμό ιωνικών αποικιών στα νησιά του Αιγαίου και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Η Αττική άλλωστε αποτελούσε και την μητρόπολη των περισσότερων ιωνικών αποικιών. Οι Αθηναίοι συνόρευαν βόρεια με τους Βοιωτούς και δυτικά με τους Μεγαρείς, με τους οποίους βρίσκονταν συχνά σε σύγκρουση. Η αρχαία Αθήνα πρωταγωνίστησε στους Περσικούς πολέμους, ηγήθηκε της συμμαχίας της Δήλου, καθώς και της μιας από τις δύο συμμαχίες οι οποίες συγκρούστηκαν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Πίνακας περιεχομένων

[Απόκρυψη]

Καταγωγή [Επεξεργασία]

Οι Αθηναίοι ήταν Ίωνες στην καταγωγή. Οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν στην νότια Ελλάδα στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Κατά την κάθοδο των Δωριέων στο τέλος της 2ης χιλιετίας (περίπου το 1100 π.Χ.), οι Ίωνες εκτοπίστηκαν από τις περιοχές τους και μετακινήθηκαν ανατολικότερα. Η Αττική ήταν από τις λίγες περιοχές της Ελλάδας που δεν έγινε εγκατάσταση Δωριέων καθώς εκεί οι Δωριείς αποκρούστηκαν (γεγονός που μαρτυρά και ο μύθος του βασιλιά Κόδρου). Στην Αττική σταδιακά διαμορφώθηκε μία ξεχωριστή διάλεκτος της ιωνικής, η αττική διάλεκτος που έγινε η γλώσσα των γραμμάτων και των τεχνών στην αρχαιότητα.

Ιστορία [Επεξεργασία]

Ο Θησέας σκοτώνει τον μινώταυρο
Στην περιοχή της Αττικής υπήρχε έντονη ανθρώπινη παρουσία από την νεολιθική εποχή. Πρώτος μυθικός βασιλιάς της Αθήνας ήταν ο Κέκροπας στον οποίο αποδίδεται η επιλογή της θεάς Αθηνάς ως προστάτιδας θεάς της πόλης. Τα πρώιμα χρόνια της εποχής του χαλκού οι Αθηναίοι φαίνεται να βρίσκονταν υποταγμένοι στους Κρήτες, όπως φαίνεται και από τον μύθο του Θησέα. Το σημαντικότερο γεγονός, μετά την εξόντωση του Μινώταυρου από τον Θησέα, ίσως και αλληγορικός μύθος, για την μελλοντική εξέλιξη της πόλης στάθηκε η συνένωση των δώδεκα οικισμών, που είχαν ιδρυθεί στην περιοχή της Αττικής, σε ένα κράτος, με την Αθήνα ως κεντρική εστία.[1]
Την Μυκηναϊκή περίοδο οι Αθηναίοι βρίσκονταν στην σκιά των ισχυρών Μυκηναϊκών κέντρων της περιόδου. Ο Όμηρος αναφέρει συμμετοχή της Αθήνας στον Τρωικό πόλεμο, με 50 πλοία και αρχηγό τον Μενεσθέα[2]. Την περίοδο της καθόδου των Δωριέων οι Αθηναίοι αντιστάθηκαν με επιτυχία.


Οι πρώτοι νομοθέτες [Επεξεργασία]

Πρώτος ο Θησέας χώρισε τους κατοίκους της πόλης σε τρεις τάξεις: στους πλούσιους και μορφωμένους, Ευπατρίδες, στους αγρότες και κτηνοτρόφους, Γεωμόρους και στους τεχνίτες, Δημιουργούς. Από την εποχή της καθόδου των Δωριέων στην Αθήνα φαίνεται να είχε υποχωρήσει ο θεσμός της βασιλείας, ο οποίος είχε αντικατασταθεί από την αριστοκρατία. Την Αθήνα κυβερνούσε μία τάξη αριστοκρατών, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως Ευπατρίδες. Την νομοθετική εξουσία ασκούσε μία ομάδα αριστοκρατών, γνωστών ως Θεσμοθέτες. Οι θεσμοθέτες το 624 π.Χ. ανέθεσαν στον Δράκοντα να συντάξει νέα νομοθεσία, που ήταν και η πρώτη γραπτή νομοθεσία της αρχαίας Αθήνας. Οι νόμοι του Δράκοντα διατηρήθηκαν μόνο για τριάντα χρόνια γιατί ήταν ιδιαίτερα σκληροί και τελικά αντικαταστάθηκαν με τη νομοθεσία του Σόλωνα το 594 π.Χ. Στο διάστημα αυτό το αριστοκρατικό πολίτευμα είχε κινδυνεύσει από μία απόπειρα εγκαθίδρυσης Τυραννίας από τον Κύλωνα το 632 π.Χ. Η περίοδος της αριστοκρατίας τερματίστηκε το 560 π.Χ., όταν κατέλαβε την εξουσία ο Πεισίστρατος,[3] ο οποίος εγκαθίδρυσε τυραννία[4]. Τον Πεισίστρατο τον διαδέχτηκαν οι γιοι του Ιππίας και Ίππαρχος, οι οποίοι και υπήρξαν οι τελευταίοι τύραννοι της Αθήνας. Το 510 καταργήθηκε η Τυραννία και ο νομοθέτης Κλεισθένης έβαλε τις βάσεις για την Αθηναϊκή δημοκρατία.

Περσικοί πόλεμοι [Επεξεργασία]

Χάρτης των Περσικών Πολέμων. Με μπλε χρώμα οι ελληνικές πόλεις-κράτη που συγκρότησαν την συμμαχία εναντίον των Περσών
Κύριο λήμμα: Περσικοί πόλεμοι
Στην πρώτη εκστρατεία των Περσών κατά της Ελλάδας, που οργάνωσε ο βασιλιάς Δαρείος, ο περσικός στόλος έπλευσε ενάντια των δύο ελληνικών πόλεων που είχαν συνδράμει τις ιωνικές πόλεις κατά την διάρκεια ιωνικής επανάστασης, της Ερέτριας και της Αθήνας. Αφού κατέστρεψε ολοσχερώς την Ερέτρια ο Περσικός στόλος κατευθύνθηκε στον Μαραθώνα. Εκεί περίμενε τον περσικό στρατό μία Αθηναϊκή δύναμη 10.000 ανδρών περίπου με αρχηγό τον Μιλτιάδη. Οι Αθηναίοι χωρίς συμμάχους συνέτριψαν την Περσική δύναμη και τους ανάγκασαν να ματαιώσουν πρόωρα τα σχέδια τους για κατάληψη της Ελλάδας[4].
Δέκα χρόνια μετά σχεδίασε την ίδια εκστρατεία ο διάδοχος του Δαρείου Ξέρξης. Για την αντιμετώπιση του Ξέρξη συμμάχησαν οι περισσότερες ελληνικές πόλεις της νότιας Ελλάδας. Αφού δεν κατόρθωσαν να ανακόψουν την Περσική επέλαση στις Θερμοπύλες ο ελληνικός στρατός συγκεντρώθηκε στον ισθμό της Κορίνθου ενώ ο στόλος αγκυροβόλησε στην Σαλαμίνα. Οι Πέρσες έφτασαν ανενόχλητοι μέχρι την Αθήνα που είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της και προξένησαν τεράστιες καταστροφές στην πόλη. Λίγο μετά όμως ο περσικός στόλος καταστράφηκε στην Σαλαμίνα και οι Πέρσες αποσύρθηκαν από την Αττική. Ένα χρόνο μετά οι Πέρσες ηττήθηκαν στην μάχη των Πλαταιών και εγκατέλειψαν οριστικά τα σχέδια τους για κατάληψη της Ελλάδας[5]. Εκεί μάλιστα ο Μαρδόνιος , παρόλο που υπήρξαν αντιδράσεις από άλλους Πέρσες στρατηγούς, όπως ο Αρτάβαζος κι ο Αρτάβανος, πίστευαν πως απλά και μόνο η αριθμητική υπεροχή των Περσών δεν θα ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει την νίκη. Ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε στη Μάχη των Πλαταιών και ο στρατός του ηττήθηκε.

Περίοδος ακμής [Επεξεργασία]

Λίγο μετά την λήξη των Περσικών πολέμων η Πανελλήνια συμμαχία που είχε συσταθεί το 481 με σκοπό την αντιμετώπιση των Περσών διασπάστηκε. Κύρια αιτία ήταν η συνέχιση του πολέμου κατά των Περσών από πλευράς Αθηναίων, ενώ οι Πελοποννήσιοι δεν επιθυμούσαν την συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων. Έτσι όταν οι Αθηναίοι έπλευσαν στον Ελλήσποντο για να ελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις της περιοχής, οι Σπαρτιάτες με τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους αποχώρησαν. Χωρίς την βοήθεια των υπόλοιπων Ελλήνων οι Αθηναίοι προχώρησαν στην πολιορκία της Σηστού και την κατέλαβαν το 478 π.Χ. Την ίδια χρονιά ή πιθανόν ένα χρόνο μετά, το 477 π.Χ. η Αθήνα προχώρησε στην ίδρυση της Δηλιακής συμμαχίας ή πρώτης Αθηναϊκής συμμαχίας. Την οργάνωση της συμμαχίας ανέλαβε ο Αριστείδης. Με την ίδρυση της συμμαχίας αυτής οι Αθηναίοι επισφράγισαν την υπεροχή τους στην θάλασσα.
Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων και την αποχώρηση των Περσών η Αθήνα ήταν κατεστραμμένη πόλη. Την περίοδο αυτή άρχισε η ανέγερση των τειχών της πόλης. Η Σπάρτη αντέδρασε στην ανέγερση των τειχών και απαίτησε από τους Αθηναίους να μην προχωρήσουν στην οχύρωση της πόλης. Ο Θεμιστοκλής τότε πήγε στην Σπάρτη για να διαπραγματευτεί το θέμα δίνοντας εντολή στους Αθηναίους να συνεχίσουν την ανέγερση των τειχών. Ο ίδιος καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες μέχρι το τείχος να φτάσει σε ένα ικανό ύψος για να αποκρούσει επιθέσεις και τότε τους αποκάλυψε πως η Αθήνα έχει ήδη τειχιστεί. Στην συνέχεια οχυρώθηκε και ο Πειραιάς [6].
Στα χρόνια μετά την λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή της Αθήνας, ο Θεμιστοκλής. Από το 476 έως το 462 κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της πόλης ο Κίμωνας, ο οποίος συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Περσών. Το 476 π.Χ. κατέλαβε την πόλη Ηιόνα στις εκβολές του Στρυμώνα που ακόμα βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των Περσών. Ένα χρόνο μετά επιτέθηκε κατά των Δολόπων πειρατών της Σκύρου, τους οποίους νίκησε απαλλάσσοντας το κεντρικό Αιγαίο από την δράση τους. Οι Δόλοπες εκδιώχθηκαν από την Σκύρο και στο νησί εγκαταστάθηκαν Αθηναίοι κληρούχοι[7].
Χάρτης της Δηλιακής συμμαχίας
Οι Αθηναίοι στην συνέχεια πραγματοποίησαν μία σειρά από επιχειρήσεις που είχαν στόχο την ενδυνάμωση της Δηλιακής συμμαχίας. Αρχικά κατέλαβαν την Κάρυστο (473 π.Χ.) και στην συνέχεια κατέστειλαν την αποστασία της Νάξου (469 π.Χ.) επαναφέροντας την πόλη στην συμμαχία. Η Δηλιακή συμμαχία είχε αρχίσει να μετατρέπεται σταδιακά σε Αθηναϊκή ηγεμονία. Το 467 π.Χ. οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους αντιμετώπισαν ξανά τους Πέρσες τους οποίους νίκησαν στην μάχη του Ευρυμέδοντα ποταμού, στις ακτές της Λυκίας. Με την νίκη αυτή των Αθηναίων οι Πέρσες εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους για ανάκτηση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η πρώτη προσπάθεια αποικισμού της Αμφίπολης από τους Αθηναίους τους έφερε αντιμέτωπους με τουςΘάσιους. Οι Αθηναίοι τελικά κατέλαβαν την Θάσο το 463 π.Χ. και την μετέτρεψαν σε φόρου υποτελή[8].
Η περίοδος του Κίμωνα έληξε το 462 π.Χ. και έναν χρόνο μετά ακολούθησε ο οστρακισμός του. Την περίοδο αυτή σημειώθηκε πολιτική μεταρρύθμιση στην Αθήνα με πρωτεργάτες τον Περικλή και τον Εφιάλτη του Σοφωνίδου. Με την μεταρρύθμιση αυτή αφαιρέθηκαν πολλά προνόμια από τον Άρειο Πάγο που μεταβιβάστηκαν στην Εκκλησία του Δήμου, στην Βουλή των Πεντακοσίων και στην Ηλιαία. Με τις αλλαγές αυτές το πολίτευμα έγινε περισσότερο δημοκρατικό. Από το 461 π.Χ. κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της πόλης ο Περικλής. Η τριακονταετία που ακολούθησε μέχρι το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν περίοδος μεγάλης ακμής για την Αθήνα και έγινε γνωστή ως χρυσός αιώνας του Περικλή. Ο Περικλής ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος παίρνοντας σειρά φιλολαϊκών μέτρων. Καθιέρωσε ημερομίσθιο για τους πολίτες που συμμετείχαν στην Ηλιαία ή στην Βουλή των Πεντακοσίων ώστε να αποκτήσουν την δυνατότητα να συμμετέχουν στα δύο σώματα και φτωχότεροι Αθηναίοι που δεν είχαν μέχρι τότε την δυνατότητα να εγκαταλείψουν προσωρινά τις βιοποριστικές τους ασχολίες και να εκλεγούν σε κάποιο αξιώμα. Παραχωρήθηκε επίσης το δικαίωμα στους ζευγίτες να εκλέγονται εννέα άρχοντες.
Ο Περικλής
Στον στρατιωτικό τομέα το 459 π.Χ. η Αθήνα εξασφάλισε την συμμαχία των Μεγάρων και απέκτησε πρόσβαση στον Κορινθιακό[9]. Την περίοδο αυτή άρχισαν να οικοδομούνται και τα Μακρά Τείχη. Η ανάπτυξη της Αθήνας και προς τον Κορινθιακό κόλπο ανησύχησε την Κόρινθο η οποία εξασφαλίζοντας την συμμαχία της Αίγινας, ανέλαβε πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Αθηναίων. Το 458 οι δύο αντίπαλες δυνάμεις συγκρούστηκαν στην πόλη Αλιείς της νότιας Αργολίδας με τους Κορίνθιους και τους Αιγινίτες να υπερτερούν. Λίγο μετά όμως οι Αθηναίοι πολιόρκησαν την Αίγινα και την κατέλαβαν υποχρεώνοντάς την να ενταχθεί στην Δηλιακή συμμαχία. Την επόμενη χρονιά (457 π.Χ.) ανέλαβε δράση εναντίον της Αθήνας και η Σπάρτη η οποία κατάφερε να συμμαχήσει με τους Βοιωτούς. Τότε ξεκίνησε μία πολυετής διαμάχη μεταξύ των Αθηναίων και των Σπαρτιατών που αναφέρεται συχνά ως πρώτος Πελοποννησιακός πόλεμος. Την πρώτη χρονιά οι δύο αντίπαλοι συνασπισμοί συγκρούστηκαν στην Τανάγρα με τους Πελοποννήσιους και τους Βοιωτούς να επικρατούν των Αθηναίων αλλά λίγες μέρες μετά οι Αθηναίοι με αρχηγό τον Μυρωνίδη νικούν τους αντιπάλους τους στα Οινόφυτα[10]. Με την νίκη των Αθηναίων στην μάχη των Οινοφύτων η Βοιωτία πέρασε προσωρινά στον έλεγχό τους. Στην συνέχεια η Αθήνα προχώρησε σε επιθετικές κινήσεις κατά της Σπάρτης. Με αρχηγό του στόλου τον Τολμίδη και στην συνέχεια τον ίδιο τον Περικλή, οι Αθηναίοι κατέστρεψαν το Γύθειο και εξασφάλισαν την συμμαχία της Ζακύνθου, της Κεφαλονιάς και της Ακαρνανίας. Οι Αθηναίοι την περίοδο αυτή πραγματοποιούσαν και μία δεύτερη επιχείρηση στην Αίγυπτο βοηθώντας τον τοπικό άρχοντα που είχε επαναστατήσει κατά τον Περσών. Η επιχείρηση απέτυχε προκαλώντας στους Αθηναίους οικονομικές και στρατιωτικές απώλειες. Το γεγονός αυτό τους ανάγκασε να τερματίσουν τις επιχειρήσεις κατά της Σπάρτης κηρύσσοντας ανακωχή. Παράλληλα έκλεισαν ειρήνη με τους Πέρσες, γνωστή ως Καλλίειος ειρήνη από το όνομα του Αθηναίου διαπραγματευτή.
Το 447 π.Χ. οι Θηβαίοι έδιωξαν την φιλοαθηναϊκή παράταξη της πόλης. Οι Αθηναίοι εκστράτευσαν εναντίον τους όπου και ηττήθηκαν στην μάχη της Κορώνειας[11]. Μετά από αυτή την αποτυχία η Αθήνα έχασε τον έλεγχο της Βοιωτίας που τον είχε εξασφαλίσει δέκα χρόνια πριν, στην μάχη των Οινοφύτων. Ένα χρόνο μετά αποχώρησαν και οι Μεγαρείς από την Αθηναϊκή συμμαχία. Η προσπάθεια για ανάκτηση των Μεγάρων οδήγησε σε νέα σύγκρουση με την Σπάρτη. Τελικά οι δύο αντίπαλοι, Σπαρτιάτες και Αθηναίοι αποφάσισαν την σύναψη ειρήνης για τριάντα χρόνια και την διατήρηση του καθεστώτος που υπήρχε πριν την προσχώρηση των Μεγάρων στην Αθήνα, δηλαδή πριν το 459 π.Χ. Η συμφωνία ειρήνης αναφέρεται ως Τριακονταετείς Σπονδές (446 π.Χ).[12]
Την περίοδο μετά την τριακονταετή ειρήνη η Αθήνα έφτασε στην μέγιστη ακμή της. Ίδρυσε τις αποικίες Θούριοι (444 π.Χ.) στην Μεγάλη Ελλάδα και Αμφίπολη (437 π.Χ.) στην Μακεδονία, ενώ παράλληλα σύναψε συμμαχία με το Ρήγιο, και τους Λεοντίνους στην μεγάλη Ελλάδα και Σικελία. Η ανάπτυξη της Αθήνας στην δύση την οδήγησε πάλι σε έντονη αντιπαλότητα με την Κόρινθο. Η έχθρα προς τους Κορίνθιους και τους στενούς συμμάχους τους Μεγαρείς οδήγησε στην εφαρμογή του Μεγαρικού Ψηφίσματος με το οποίο απαγορευόταν στους Μεγαρείς να χρησιμοποιούν τα λιμάνια της Αθηναϊκής συμμαχίας. Ένα χρόνο μετά οι Αθηναίοι ενίσχυσαν την Κέρκυρα στον πόλεμο που διεξήγαγε κατά της Κορίνθου. Οι Κορίνθιοι τότε υποκίνησαν την πρώην αποικία τους Ποτίδαια να επαναστατήσει και να αποστατήσει από την Δηλιακή συμμαχία. Οι Αθηναίοι λίγο μετά απέστειλαν στρατό για την καταστολή της επανάσταση γεγονός που πυροδότησε τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Πελοποννησιακός πόλεμος [Επεξεργασία]

Οι αντίπαλες συμμαχίες του Πελοποννησιακού πολέμου. Με κόκκινο σημειώνονται οι σύμμαχοι της Αθήνας και με μπλε της Σπάρτης
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ξέσπασε το 431 π.Χ.[13] Την πρώτη περίοδο που αποκαλείται Αρχιδάμειος πόλεμος οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν κάθε χρόνο και στρατοπέδευαν στην Αττική ενώ οι Αθηναίοι κλείνονταν στα Μακρά Τείχη και αναλάμβαναν επιχειρήσεις με τον στόλο τους. Το δεύτερο έτος ξέσπασε φοβερός λοιμός (επιδημία) στην Αθήνα που οδήγησε στον θάνατο το ένα τρίτο του πληθυσμό της πόλης. Ένα χρόνο μετά, το 429 π.Χ. ο Περικλής είδε τους δύο γιους του, τον Πάραλο και τον Ξάνθιππο να πεθαίνουν από το φοβερό λοιμό που χτύπησε την πόλη. Πέθανε και ο ίδιος από το λοιμό, τον Αύγουστο του 429 π.Χ.. Από τους διαδόχους του κυριάρχησε τα επόμενα χρόνια ο Κλέωνας. Σημαντικότερη επιχείρηση των Αθηναίων τα επόμενα χρόνια ήταν η κατάληψη της Πύλου, που πραγματοποιήθηκε το 425 π.Χ και η νίκη τους εναντίον των Σπαρτιατών στην μάχη της Σφακτηρίας. Οι Αθηναίοι με αρχηγό τον Δημοσθένη είχαν καταλάβει και οχυρώσει την Πύλο. Μετά την επιχείρηση αυτή οι Σπαρτιάτες αποχώρησαν από την Αττική και έστειλαν στρατό στην περιοχή, ο οποίος οχυρώθηκε στο νησί Σφακτηρία. Οι Αθηναίοι τότε απέστειλαν ενισχύσεις με αρχηγό τον Κλέωνα και στη μάχη που ακολούθησε πάνω στο νησί οι Αθηναίοι κατάφεραν να νικήσουν τους Σπαρτιάτες και να τους αιχμαλωτίσουν, πετυχαίνοντας την πρώτη σημαντική τους νίκη στον πόλεμο.
Ένα χρόνο μετά την επιτυχία της Πύλου οι Αθηναίοι στράφηκαν εναντίον των Βοιωτών από τους οποίους ηττήθηκαν στη μάχη του Δήλιου. Στην συνέχεια οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν στη Χαλκιδική όπου νέες πόλεις είχαν αποστατήσει με παρακίνηση της Σπάρτης. Οι Αθηναίοι κατέλαβαν τη Σκιώνη και τη Μένδη και στράφηκαν στη συνέχεια στην πρώην αποικία τους Αμφίπολη που είχε επίσης αποστατήσει. Την πόλη υπερασπίζονταν οι Σπαρτιάτες με αρχηγό τον Βρασίδα. Στην μάχη που ακολούθησε οι Αθηναίοι ηττήθηκαν, ενώ εκεί σκοτώθηκαν ο Κλέων και ο Βρασίδας. Τον Κλέωνα τον διαδέχτηκε ο πολιτικός του αντίπαλος, Νικίας. Ένα χρόνο μετά, Αθηναίοι και Σπαρτιάτες σύναψαν ειρήνη γνωστή ως Νικίειος ειρήνη, από το όνομα του Αθηναίου ηγέτη που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις.
Ο Αλκιβιάδης
Μετά τον Νικία υπερίσχυσε στην πολιτική σκηνή ο Αλκιβιάδης ο οποίος ήταν οπαδός της συνέχισης του πολέμου. Με ενέργειές του εξασφάλισε την συμμαχία του Άργους προκαλώντας την άμεση επέμβαση της Σπάρτης που κατέληξε στη μάχη της Μαντίνειας. Στην μάχη αυτή επικράτησαν οι Σπαρτιάτες διαλύοντας τη συμμαχία των Αθηναίων με το Άργος. Το 416 π.Χ. οι Αθηναίοι αποφάσισαν να μεταφέρουν το πεδίο δράσης τους στη Σικελία, καθώς τους προσέλκυαν τα πλούτη του νησιού και τους προκαλούσε πάντα ανησυχία η ενδυνάμωση των Συρακουσών, μίας πόλης φιλικής προς τους Πελοποννήσιους, που είχε την δυνατότητα να τους ενισχύει οικονομικά και να τους ανεφοδιάζει σε τρόφιμα. Ήδη το 427 π.Χ. είχαν στείλει μία μικρή δύναμη να βοηθήσει το Ρήγιο και τους Λεοντίνους που απειλούνταν από τις Συρακούσες[14]. Το 416 π.Χ. η αφορμή δόθηκε όταν η πόλη Έγεστα ζήτησε την βοήθεια της Αθήνας για να προστατευτεί από τις επιθέσεις του γειτονικού Σελινούντα, που ήταν συμμαχική πόλη με τις Συρακούσες. Με προτροπή του Αλκιβιάδη οργάνωσαν μία πολύ δαπανηρή εκστρατεία, γνωστή ως Σικελική εκστρατεία, της οποία ανέλαβαν αρχηγοί, ο Αλκιβιάδης, ο Λάμαχος και ο Νικίας. Λίγο μετά την αναχώρηση της αποστολής, την άνοιξη του 415 π.Χ. ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε για ιερόσυλη πράξη, τον αποκεφαλισμό των Ερμών, που είχε πραγματοποιηθεί στην Αθήνα λίγο πριν την αναχώρηση του στόλου. Οι Αθηναίοι ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη για να τον δικάσουν αλλά αυτός διέφυγε στη Σπάρτη. Για να εκδικηθεί τους Αθηναίους, συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες να στείλουν ενισχύσεις στις Συρακούσες και να οχυρώσουν τη Δεκέλεια στην Αττική. Οι Σπαρτιάτες ακολούθησαν τις συμβουλές του Αλκιβιάδη και έστειλαν ενισχύσεις στις Συρακούσες με αρχηγό τον Γύλιππο. Ο Γύλιππος ανάγκασε τους Αθηναίους να λύσουν την πολιορκία της πόλης. Παρά τις μεγάλες ενισχύσεις που έστειλαν οι Αθηναίοι με αρχηγούς τον Δημοσθένη και τον Ευρυμέδοντα, ο αθηναϊκός στόλος και ο στρατός ηττήθηκαν από τους Συρακούσιους και τους Πελοποννήσιους παθαίνοντας μεγάλη πανωλεθρία. Περίπου 7.000 Αθηναίοι και σύμμαχοι αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν για καταναγκαστικά έργα στα λατομεία των Συρακουσών.
Μετά την ατυχή για τους Αθηναίους έκβαση της Σικελικής εκστρατείας ο Πελοποννησιακός πόλεμος αναζωπυρώθηκε. Οι Σπαρτιάτες, οχυρωμένοι στη Δεκέλεια όπως τους είχε συμβουλεύσει ο Αλκιβιάδης, παρενοχλούσαν σοβαρά την αθηναϊκή ύπιθρο ενώ οι Αθηναίοι κατέφυγαν πάλι μέσα στα Μακρά Τείχη. Εκτός από τη Σπάρτη είχαν να αντιμετωπίσουν τις ιωνικές πόλεις που αποστατούσαν. Σταδιακά η Χίος οι Κλαζομενές, η Ερυθραία και η Μίλητος αποστάτησαν αναγκάζοντας τους Αθηναίους να στείλουν στόλο για να τις επαναφέρουν στην Αθηναϊκή συμμαχία. Χρησιμοποιώντας ως βάση τη Σάμο που παρέμενε πιστή, επανέφεραν στη συμμαχία τις παραπάνω πόλεις. Το 411 π.Χ. σημειώθηκε απόπειρα στην Αθήνα για αλλαγή του πολιτεύματος, από ομάδα ολιγαρχικών με αρχηγούς τους Φρύνιχο και Αντιφώντα. Η εξουσία περιήλθε προσωρινά σε ένα σώμα 400 ολιγαρχικών, το οποίο ανατράπηκε μέσα στην ίδια χρονιά. Ο στόλος αντιθέτως, ο οποίος βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην Σάμο, διατήρησε αρχηγούς της δημοκρατικής παράταξης ενώ ανακάλεσε και τον Αλκιβιάδη. Ο Αλκιβιάδης ανέλαβε αρχηγός των Αθηναίων στην πολιορκία της Κυζίκου όπου οι Αθηναίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες καταστρέφοντας τον στόλο τους. Τα επόμενα χρόνια ο αθηναϊκός στόλος συνέχισε τις επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Προποντίδας καταλαμβάνοντας το Βυζάντιο και τα Άβδηρα. Μετά τις επιτυχίες αυτές ο Αλκιβιάδης έγινε δεκτός στην Αθήνα, απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες που τον βάραιναν και εκλέχτηκε νέος στρατηγός των Αθηναίων (407 π.Χ.) Ένα χρόνο μετά όμως, την άνοιξη του 406 π.Χ. ηττήθηκε στη ναυμαχία που έγινε στο Νότιο και καθαιρέθηκε. Αρχηγός στη συνέχεια ανέλαβε ο Κόνωνας, ο οποίος κατάφερε να πετύχει μεγάλη νίκη κατά των Σπαρτιατών στη ναυμαχία των Αργινουσών[15], το καλοκαίρι του 406 π.Χ. Παρά τη νίκη που σημείωσαν οι Αθηναίοι, καταδίκασαν σε θάνατο τους στρατηγούς που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι επειδή δεν περισυνέλλεξαν τα πτώματα των νεκρών. Καταδικάστηκαν σε θάνατο συνολικά έξι στρατηγοί. Ένα χρόνο μετά οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν τη Λάμψακο, αναγκάζοντας τους Αθηναίους να στείλουν στόλο εναντίον τους, Στη ναυμαχία που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Αιγός Ποταμοί οι Σπαρτιάτες με τον Λύσανδρο συνέτριψαν τον αθηναϊκό στόλο και εξουδετέρωσαν πλήρως τις πολεμικές δυνατότητες της Αθήνας[16]. Μετά από ένα χρόνο πολιορκίας η Αθήνα παραδόθηκε και ο Πελοποννησιακός πόλεμος έληξε.

Ανασυγκρότηση της Αθήνας [Επεξεργασία]

Μετά την παράδοση της Αθήνας η Σπάρτη επέβαλε στην πόλη ολιγαρχικό πολίτευμα. Την εξουσία ανέλαβαν τριάντα ολιγαρχικοί γνωστοί ως Τριάκοντα Τύραννοι. Οι δέκα από αυτούς άνηκαν στην ολιγαρχική παράταξη του Κριτία και άλλοι δέκα στην ολιγαρχική παράταξη του Θηραμένη. Κατά την περίοδο αυτή επικράτησε κλίμα τρομοκρατίας στην Αθήνα και πολλοί πολίτες εκτελέστηκαν. Οι μετριοπαθείς ολιγαρχικοί αντέδρασαν με αποτέλεσμα να εκτελεστεί ο εκπρόσωπός τους Θηραμένης. Τελικά το σκληρό καθεστώς των τριάντα τυράννων κατέλυσε ο Θρασύβουλος, έναν χρόνο μετά (403 π.Χ) ο οποίος με 70 συντρόφους κατέλαβε το φρούριο της Φυλής και στην συνέχεια με την υποστήριξη περισσότερων Αθηναίων δημοκρατικών κατέλαβε τον Πειραιά. Οι ολιγαρχικοί συγκρούστηκαν με τους δημοκρατικούς στον Πειραία όπου ηττήθηκαν. Στην σύγκρουση αυτή σκοτώθηκε και ο Κριτίας. Οι ολιγαρχικοί τότε κατέφυγαν στην Ελευσίνα όπου παρέμειναν μέχρι να τους χορηγηθεί άσυλο από το νέο καθεστώς της Αθήνας.
Τα επόμενα χρόνια οι Αθηναίοι συμμάχησαν με τους Βοιωτούς εκμεταλλευόμενοι την αλλαγή στάσης των τελευταίων εναντίον της Σπάρτης. Το 395 π.Χ. η Σπάρτη με αφορμή την επέμβαση των Βοιωτών στην Φωκίδα, έστειλε στρατό εναντίον τους. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στην Αλίαρτο όπου επικράτησαν οι Βοιωτοί με τους συμμάχους τους Αθηναίους. Η ήττα της Σπάρτης παρακίνησε και άλλες δυσαρεστημένες πόλεις να στραφούν εναντίον της με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας μεγάλος συνασπισμός πόλεων που στρέφονταν πλέον κατά της Σπάρτης. Αποτέλεσμα της νέας διαμορφωμένης κατάστασης ήταν το ξέσπασμα του Κορινθιακού πολέμου που κράτησε εννέα χρόνια. Οι Σπαρτιάτες επικράτησαν του συνασπισμού στην μάχη του ποταμού Νεμέα λίγο έξω από την Κόρινθο και στην μάχη της Κορώνειας αλλά ηττήθηκαν στην θάλασσα, στην περιοχή της Κνίδου, από τον στόλο του Κόνωνα τον οποίον ενίσχυαν οι Πέρσες. Στο επόμενο διάστημα η Σπάρτη έκανε συνεχείς επιδρομές στην Κορινθία λεηλατώντας την περιοχή. Τους Κορίνθιους ενίσχυαν οι Αθηναίοι με αρχηγό τον Ιφικράτη και στην συνέχεια με τον Χαβρία. Παράλληλα ο πόλεμος συνεχιζόταν στην θάλασσα όπου οι Αθηναίοι κατάφεραν να κερδίσουν ξανά παλαιότερους συμμάχους, όπως την Λέσβο, την Σαμοθράκη και περιοχές της Θράκης. Σε μία επιχείρηση στην πόλη Άσπενδο της Παμφυλίας σκοτώθηκε ο Θρασύβουλος. Ο πόλεμος προκάλεσε μεγάλες φθορές και από τις δύο πλευρές και οδήγησε τους αντιμαχόμενους να επιθυμούν την ειρήνη. Αποτέλεσμα ήταν να δεχτούν τελικά σχέδιο που πρότεινε ο Πέρσης Βασιλιάς Αρταξέρξης. Με την συμφωνία ειρήνης, γνωστή ως Ανταλκίδειος ειρήνη, οι Πέρσες απέκτησαν πάλι τον έλεγχο της Μικράς Ασίας και της Κύπρου, ενώ οι Αθηναίοι διατήρησαν τα νησιά Σκύρο, Λήμνο και Ίμβρο.
Η Ελλάδα την περίοδο της Θηβαϊκής ηγεμονίας
Το 378 π.Χ. η Αθήνα ίδρυσε την Δεύτερη Αθηναϊκή συμμαχία με στόχο να αποτρέψει τον Σπαρτιατικό επεκτατισμό προς τα νησιά του Αιγαίου. Στην συμμαχία προσχώρησαν τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, η Εύβοια, το Κοινό της Χαλκιδικής, οι πόλεις των νότιων παραλίων της Θράκης και αργότερα τα νησιά του Ιονίου εκτός από την Ζάκυνθο. Το 371 π.Χ. η Αθήνα ανησυχώντας για την ενδυνάμωση της Θήβας έκλεισε ειρήνη με την Σπάρτη. Οι Θηβαίοι μετά την επικράτησή τους στην μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ. κυριάρχησαν στον ελλαδικό χώρο το επόμενο διάστημα. Τελικά συγκρούστηκαν με τους αντιπάλους τους στην Μαντίνεια με τους Αθηναίους να πολεμούν στο πλευρό των Σπαρτιατών. Η μάχη της Μαντίνειας δεν ανέδειξε νικητή αλλά οδήγησε σε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των αντίπαλων πλευρών. Η Αθήνα στο μεταξύ προσπαθούσε να διατηρήσει την συνοχή της δεύτερης Αθηναϊκής συμμαχίας που αντιμετώπιζε συνεχείς απόπειρες πόλεων για αποστασία. Με κύριους επικεφαλής του στόλου τον Ιφικράτη, τον Χαβρία, τον Τιμόθεο και τον Χάρη προσπαθούσε να διατηρήσει την ακεραιότητα της συμμαχίας. Μεταξύ του 357 και 355 ένας συνασπισμός πόλεων που αποστάτησαν από την συμμαχία, με κυριότερες την Ρόδο, την Κω και την Χίο, συγκρούστηκαν με την Αθήνα. Κατά τον συμμαχικό πόλεμο όπως έγινε γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των πρώην μελών της Β΄Αθηναικής συμμαχίας οι Αθηναίοι δεν κατάφεραν να επαναφέρουν τις παραπάνω πόλεις στην συμμαχία. Την περίοδο αυτή ξέσπασε και ο τρίτος ιερός πόλεμος, στον οποίο οι Αθηναίοι τάχτηκαν στο πλευρό των Φωκέων. Η στάση τους αυτή τους έφερε αντιμέτωπους με τους Μακεδόνες του Φιλίππου που είχαν σπεύσει να αντιμετωπίσουν τους Φωκείς. Οι Μακεδόνες επικράτησαν τελικά και σύναψαν ειρήνη με τους Αθηναίους, την επονομαζόμενη Φιλοκράτειο ειρήνη (346 π.Χ.). Οι Αθηναίοι όμως παρασυρμένοι από τους λόγους του Δημοσθένη[17] εγκατέλειψαν γρήγορα την φιλική στάση προς τους Μακεδόνες και άρχισαν να δημιουργούν συνασπισμό εναντίον τους. Στον συνασπισμό προσχώρησαν οι Θηβαίοι, οι Κορίνθιοι και οι Μεγαρείς. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στην Χαιρώνεια το 338 π.Χ. και στην μάχη που ακολούθησε επικράτησαν οι Μακεδόνες που αναδείχθηκαν πλέον σε κυρίαρχη δύναμη στον ελλαδικό χώρο.

Ελληνιστική περίοδος [Επεξεργασία]

Η Αθήνα συμμετείχε στην πανελλήνια συμμαχία που συγκροτήθηκε από τους Μακεδόνες, με σκοπό να εκστρατεύσουν εναντίον των Περσών. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου όμως, οι Αθηναίοι εκμεταλλευτήκαν την ευκαιρία να επαναστατήσουν μαζί με άλλες πόλεις της νότιας Ελλάδας, γεγονός που οδήγησε στον Λαμιακό πόλεμο (322 π.Χ.). Οι Μακεδόνες κατέστειλαν την επανάσταση και εγκατέστησαν φρουρά στον Πειραιά. Αργότερα ο Κάσσανδρος τοποθέτησε τοποτηρητή στην Αθήνα τον Δημήτριο Φαληρέα. Το 307 π.Χ. ο γιος του Αντίγονου, Δημήτριος Πολιορκητής κατέλαβε την Αθήνα Ο Δημήτριος στην συνέχεια κατέλαβε τον θρόνο της Μακεδονίας με αποτέλεσμα η Αθήνα να γίνει μέρος του Μακεδονικού βασιλείου, όπου παρέμεινε και όταν βασιλιάς της Μακεδονίας έγινε ο γιος του Δημήτριου, Αντίγονος Γονατάς. Το 268 π.Χ. η Αθήνα εντάχθηκε στην Σπαρτιατική συμμαχία κατά των Μακεδόνων. Ο συνασπισμός των πόλεων της νότιας Ελλάδας συγκρούστηκε με τους Μακεδόνες του Αντίγονου. Ο πόλεμος αυτός που ονομάστηκε Χρεμωνίδειος πόλεμος (267-261 π.Χ.) έληξε με νίκη των Μακεδόνων οι οποίοι επέβαλαν πάλι Μακεδονική φρουρά στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια του δεύτερου Μακεδονικού πολέμου οι Αθηναίοι τάχθηκαν στο πλευρό των Ρωμαίων. Όταν πλέον οι Ρωμαίοι κινήθηκαν κατά της νότιας Ελλάδας οι Αθηναίοι δεν πρόβαλαν αντίσταση και έγιναν μέρος του ρωμαϊκού κόσμου. Το 88 π.Χ. κατά την διάρκεια του πρώτου Μιθριδατικού πολέμου, οι Αθηναίοι κάλεσαν τον Μιθριδάτη να απελευθερώσει την πόλη τους. Την ίδια περίοδο ανέλαβε τύραννος της Αθήνας ο Αριστίων. Ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας πολιόρκησε την Αθήνα και την κατέλαβε το 86 π.Χ. διαπράττοντας τεράστιες καταστροφές στην πόλη. Αυτή ήταν και η τελευταία απόπειρα της Αθήνας να υπάρξει σαν ελεύθερη πόλη.

Ρωμαϊκή περίοδος [Επεξεργασία]

Μετά την κατάκτηση της Αθήνας από τον Σύλλα, οι Ρωμαίοι έδωσαν στην Αθήνα ειδικό καθεστώς αυτονομίας λόγω της έντονης πνευματικής κίνησης που υπήρχε σ' αυτή. Η Αθήνα συνέχισε να συγκεντρώνει σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων της εποχής ενώ πολλοί Ρωμαίοι Αυτοκράτορες απέκτησαν κατοικίες στην πόλη. Τα σημαντικότερα έργα της Ρωμαϊκής περιόδου πραγματοποίησε στην Αθήνα ο Αυτοκράτορας Αδριανός την περίοδο μεταξύ 117 και 138 μ.Χ.. Ο Αδριανός ολοκλήρωσε τον Ναό του Ολυμπίου Διός, και προχώρησε στην κατασκευή πολλών σημαντικών δημόσιων κτιρίων όπως την βιβλιοθήκη, το γυμνάσιο, το υδραγωγείο κλπ.. Προς τιμήν του οι Αθηναίοι έκτισαν την αψίδα που έγινε γνωστή ως πύλη του Αδριανού. Σημαντικά έργα πρόσφερε στην πόλη ο εύπορος Αθηναίος Ηρώδης ο Αττικός με σπουδαιότερο το Ωδείο που φέρει το όνομά του.
Το 267 μ.Χ. η Αθήνα υπέστη μεγάλες καταστροφές από την επιδρομή των Ερούλων, γερμανικού λαού που είχε εισβάλλει στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά την επιδρομή η πόλη συρρικνώθηκε. Παρέμεινε όμως σημαντικό κέντρο των γραμμάτων μέχρι το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών από τον Ιουστινιανό το 529 μ.Χ.

Το πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας [Επεξεργασία]

Κύριο λήμμα: Επώνυμος άρχοντας
όστρακο. Αναφέρει το όνομα του Κίμωνα Μιλτιάδου
Το πολίτευμα της βασιλείας (Βασιλείς της Αρχαίας Αθήνας) φαίνεται να εξασθένησε στην Αθήνα περίπου την εποχή της καθόδου των Δωριέων (1100 π.Χ.). Το πολίτευμα που επικράτησε στην Αθήνα για τους επόμενους αιώνες με εκλεγμένους Επώνυμους άρχοντες ήταν αριστοκρατία η οποία κατέρρευσε μετά την επιβολή τυραννίας από τον Πεισίστρατο το 560 π.Χ.. Μετά την πτώση της Τυραννίας το 510 π.Χ. ο Κλεισθένης προχώρησε σε πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις μετατρέποντας το πολίτευμα της Αθήνας σε δημοκρατία. Η εξουσία πέρασε στην εκκλησία του δήμου και όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ανεξαρτήτως τάξης και εισοδήματος είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά και στην λήψη αποφάσεων. Ο Κλεισθένης καθιέρωσε επίσης και τον θεσμό του οστρακισμού. Η Αθηναϊκή δημοκρατία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια, κυρίως όμως από τις μεταρρυθμίσεις του Περικλή. ο Περικλής προχώρησε σε ακόμα πιο ριζοσπαστικούς νόμους, ενισχύοντας περισσότερο τον θεσμό της δημοκρατίας.[18].[19] Από την Αθηναϊκή δημοκρατία, εξαιρούνταν σε όλες τις φάσεις της, οι δούλοι και οι γυναίκες.

Πολιτισμός [Επεξεργασία]

Σε καμία άλλη πόλη της αρχαίας Ελλάδας δεν αναπτύχθηκαν τόσο πολύ οι τέχνες και τα γράμματα όσο στην αρχαία Αθήνα καθώς εκεί αναπτύχθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για να υπάρξει αυτό το αξιοθαύμαστο πολιτιστικό δημιούργημα. Οι λόγοι που αυτό συνέβη ιδιαίτερα στην Αθήνα ήταν η ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος, η μεγάλη εισροή πλούτου στην πόλη, αλλά και η έντονη συναναστροφή και ανταλλαγή ιδεών με ξένους λαούς και πολιτισμούς μέσω του ιδιαίτερα ανεπτυγμένου Αθηναϊκού εμπορίου. Το μεγαλύτερο μέρος του πολιτιστικού δημιουργήματος της αρχαίας Ελλάδας οφείλεται στην Αθήνα. Εκεί δημιουργήθηκε το θέατρο, πρωτοεφαρμόστηκε το δημοκρατικό πολίτευμα, αναπτύχθηκε η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία, η ρητορική, η γλυπτική, η αρχιτεκτονική κ.α. Από την Αθήνα ήταν μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών της αρχαιότητας, όπως οι Δραματικοί ποιητές[20] Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης και Αριστοφάνης, οι φιλόσοφοι Σωκράτης και Πλάτωνας, οι ιστορικοί Θουκυδίδης και Ξενοφώντας, οι ρήτορες Λυσίας, Ισοκράτης και Δημοσθένης ο γλύπτης Φειδίας κ.α. Επίσης οι φιλόσοφοι Αριστοτέλης, Αναξαγόρας, Επίκουρος και Ζήνων έζησαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στην Αθήνα. Στην Αθήνα λειτούργησαν και οι μεγάλες φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας, όπως η Ακαδημία Πλάτωνος και το Λύκειο του Αριστοτέλη και αργότερα η σχολή των Επικούρειων φιλοσόφων και των Στωικών.

Ιδιωτικός βίος [Επεξεργασία]

«Οὐκοῦν διὰ βραχέων προακοῦσαι χρή σε ἃ περὶ πόλεως καὶ πολιτῶν ἡμῖν δοκεῖ. Πόλιν γὰρ ἡμεῖς οὐ τὰ οἰκοδομήματα ἡγούμεθα εἶναι, οἷον τείχη καὶ ἱερὰ καὶ νεωσοίκους, ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὥσπερ σῶμά τι ἑδραῖον καὶ ἀκίνητον ὑπάρχειν εἰς ὑποδοχὴν καὶ ἀσφάλειαν τῶν πολιτευομένων, τὸ δὲ πᾶν κῦρος ἐν τοῖς πολίταις τιθέμεθα· τούτους γὰρ εἶναι τοὺς ἀναπληροῦντας καὶ διατάττοντας καὶ ἐπιτελοῦντας ἕκαστα καὶ φυλάττοντας, οἷόν τι ἐν ἡμῖν ἑκάστῳ ἐστὶν ἡ ψυχή.Ανάχαρσις ή περί Γυμνασίων[21],
Λουκιανός 20 1-9 πρότυπο κείμενο από τον E.Talbot (1912)»
Phaistos glyph 12.svg
«Πρέπει λοιπόν να ακούσεις πρώτα εν συντομία τις απόψεις μας για την πόλη και τους πολίτες. Πόλη εμείς δεν θεωρούμε τα οικοδομήματα, όπως για παράδειγμα τα τείχη, τα ιερά και τους νεώσοικους. Αυτά αποτελούν ένα είδος σώματος, σταθερού και ακίνητου, για να δέχονται και να προστατεύουν τους πολίτες. Όλο το βάρος το δίνουμε στους πολίτες, γιατί αυτοί είναι που γεμίζουν την πόλη, σχεδιάδουν και εκτελούν το κάθε τι και την προστατεύουν, όπως περίπου δηλαδή είναι για καθένα από μας η ψυχή.»
Η ιστορία μιάς πόλης-κράτους, όπως ήταν τότε η Αθήνα και κατ΄ επέκταση ενός έθνους, δεν περιορίζεται στις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής, [22] του λόγου και της τέχνης. Αφορά και τον ιδιωτικό βίο, [23] την καθημερινή ενασχόληση των ατόμων, την εργασία και την παραγωγή υλικών αγαθών, την κατοικία και τον περίγυρο, την τεχνική πρόοδο, την διατροφή,[24]την ενδυμασία,[25]την διακίνηση των προϊόντων,[26] την ψυχαγωγία, την μακραίωνη λαϊκή παράδοση, τις δοξασίες και τα άγραφα έθιμα σχετικά με τα μεγάλα γεγονότα της ζωής, τη γέννηση, τον γάμο και τον θάνατο. Οι ειδήσεις που διαθέτουμε, για να αναπλάσουμε τον ιδιωτικό βίο στην αρχαία κοινωνία, στηρίζονται σε ανασκαφικά δεδομένα, σε παραστάσεις αγγείων και σε μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων.

Αθλητισμός [Επεξεργασία]

Στο διάλογο του Ανάχαρσις ή περί γυμνασίων ο Λουκιανός μας μεταφέρει στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα στον οποίο συζητούν ο νομοθέτης Σόλων, που έθεσε τα θεμέλια της Αθηναϊκής πολιτείας και ο Σκύθης Ανάχαρσις, ένα σχεδόν μυθικό πρόσωπο. Το κύριο θέμα του διαλόγου είναι ο τρόπος διαπαιδαγώγησης των νέων και ιδιαίτερα ο αθλητισμός. Για τον ξένο Σκύθη όλες αυτές οι ασχολίες, που ήταν άγνωστες στον λαό του, φαντάζουν άσκοπες και γελοίες. Αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η σκληραγωγία και ο αθλητισμός διαπλάθουν όχι μόνο το σώμα αλλά και τον χαρακτήρα των νέων. Αυτοί οι μάταιοι κόποι, Ανάχαρσι, οι συνεχείς κυβιστήσεις στην λάσπη και οι υπαίθριες ταλαιπωρίες στην άμμο μας εξασφαλίζουν τις άμυνες απέναντι στα βέλη του ήλιου και δεν χρειαζόμαστε πια καπέλο, που να εμποδίζει τις ακτίνες να φτάνουν στο κεφάλι μας.

Λειτουργίες [Επεξεργασία]

Στην ελληνική αρχαιότητα,ό όρος υποδήλωνε μια υπηρεία, τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους πλουσιότερους πολίτες του. Πιο συγκεκριμένα, οι πολίτες που διέθεταν περιουσίες μεγαλύτερες των τριών ταλάντων έπρεπε να εκτελούν διάφορες υπηρεσίες, όπως:
  • Η χορηγία[27] [28], η οποία συμπεριλάμβανε τη συγκρότηση χορού για τις δημόσιες γιορτές.
  • Η γυμνασιαρχία, που υπέβαλε την υποχρέωση να εκπαιδεύονται στα γυμνάσια οι διαγωνιζόμενοι σε γυμναστικούς αγώνες.
  • Η πρώτη στη κατηγορία, από άποψη εξόδων, λειτουργία ήταν η τριαρχία, δηλαδή η υποχρέωση που αναλάμβανε ένας πλούσιος πολίτης να εξοπλίσει μια τριήρη (πολεμικό πλοίο) μόνο σε πολεμικές περιόδους.[29]
  • Άλλη λειτουργία ήταν η αρχιθεωρία, η αντιπροσωπεία δηλαδή που αποστέλλονταν στις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές ή στη Δήλο και σε άλλους ιερούς τόπους. Στην περίπτωση αυτή, η πολιτεία κάλυπτε ένα μέρος από τα έξοδα.
  • Τέλος η εστίαση ήταν η καταβολή των εξόδων για ένα γεύμα που παραθέτονταν την ημέρα μιας μεγάλης γιορτής σ΄όσους ανήκαν στην ίδια με το λειτουργό φυλή.

Λατρευτικοί χώροι της αρχαίας Αθήνας [Επεξεργασία]

Ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο
Στον χώρο της Αττικής υπήρχαν μερικοί από τους σημαντικότερους λατρευτικούς χώρους της αρχαίας Ελλάδας. Ο σημαντικότερος λατρευτικός χώρος ήταν η Ακρόπολη στον οποίο λατρευόταν η θεά Αθηνά. Η ακρόπολη ήταν ο σημαντικότερος λατρευτικός χώρος της θεάς Αθηνάς στην αρχαία Ελλάδα. Μετά την αποχώρηση των Περσών το 479 π.Χ. ανοικοδομήθηκαν στην Ακρόπολη εντυπωσιακά μνημεία κάτω από την επίβλεψη των σημαντικότερων αρχιτεκτόνων και γλυπτών της αρχαιότητας όπως του Φειδία, του Ικτίνου, του Καλλικράτη κ.α.
Πολύ σημαντικός λατρευτικός χώρος ήταν το Σούνιο, αφιερωμένος στον θεό Ποσειδώνα. Στο Σούνιο υπήρχε σημαντικός ναός αφιερωμένος στον Ποσειδώνα που σώζεται μέχρι σήμερα. Στην Ελευσίνα λατρευόταν η θεά Δήμητρα και η περιοχή ήταν από τους σημαντικότερους λατρευτικούς χώρους στην αρχαία Αθήνα. Εκεί διεξάγονταν κάθε χρόνο τα Ελευσίνια Μυστήρια σημαντική γιορτή προς τιμήν της θεάς Δήμητρας[30].
Στην ανατολική Αττική υπήρχαν άλλοι τρεις σημαντικοί λατρευτικοί χώροι. Η Βραυρώνα στην περιοχή του αρχαίου Αθηναϊκού δήμου της Αραφήνος, που ήταν λατρευτικός χώρος της Άρτεμης, ο Ραμνούντας, στην περιοχή του αρχαίου Αθηναϊκού δήμου του Μαραθώνα, όπου λατρευόταν η θεά Νέμεση και το Αμφιαράειο στα σύνορα με την Βοιωτία, σημαντικό μαντείο αφιερωμένο τον μυθικό ήρωα Αμφιάραο.

Οι δήμοι της αρχαίας Αθήνας [Επεξεργασία]

Η Αρχαία Βραυρώνα
Εκτός από την Αθήνα υπήρχαν πολυάριθμοι δήμοι στην περιοχή της Αττικής. Οι δήμοι διακρίνονταν σε δήμους του άστεως (αν βρίσκονταν γύρω από την πόλη της Αθήνας), σε παράλιους δήμους και σε μεσόγειους δήμους. Οι σημαντικότεροι δήμοι του άστεως εκτός από την Αθήνα ήταν, ο Κολωνός, ο Πειραιάς, το Φάληρο, η Αλωπεκή, το Κυδαθήναιον, η Μελίτη, οι Λακιάδες, το Ευώνυμον και οι Σκαμβωνίδες. Ο Κολωνός βρισκόταν στις όχθες του Κηφισού στην θέση της σημερινής Αθηναϊκής συνοικίας[30]. Ο Πειραιάς και το Φάληρο βρίσκονταν στην ίδια θέση που βρίσκονται και σήμερα. Η Αλωπεκή βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής Δάφνης ενώ το Κυδαθήναιον βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη της Αθήνας, από την βόρεια πλευρά της Ακρόπολης εκεί που σήμερα είναι η πλάκα και η πλατεία Συντάγματος. Ο δήμος της Μελίτης βρισκόταν επίσης πολύ κοντά στην πόλη της Αθήνας, λίγο δυτικότερα του λόφου Νυμφών [31]. Νοτιότερα της Μελίτης βρισκόταν ο δήμος των Σκαμβωνιδών, ενώ το Ευώνυμον ήταν ακόμα νοτιότερα στην περιοχή της σημερινής Καλλιθέας. Ο δήμος Λακιαδών βρισκόταν δυτικά της Αθήνας πάνω στην ιερά οδό και είχε πάρει το όνομά του από τον ήρωα Λάκιο[32].
Από τους πολυάριθμους παράλιους δήμους οι σημαντικότεροι ήταν ο Θορικός λίγο βορειότερα του σημερινού Λαυρίου, η Αιξωνή στην θέση της σημερινής Γλυφάδας, η Αραφήνα στην θέση της σημερινής Ραφήνας, η Βραυρώνα, στην οποία υπήρχε και σημαντικός λατρευτικός χώρος της Άρτεμης, η Ελευσίνα, πολύ σημαντικός λατρευτικός χώρος επίσης, ο Μαραθώνας, η Θρία στην θέση του σημερινού Ασπρόπυργου (που έδωσε το όνομά της και στην πεδιάδα γύρω της (Θριάσιο πεδίο), η Ανάφλυστος στην θέση της σημερινής Αναβύσσου οι Φρεάρριοι κοντά στην Ανάβυσσο, το Λαύριο και ο Μυρρινούς στην περιοχή του σημερινού όρους Μερέντα. Στην θέση του σημερινού οικισμού Πόρτο Ράφτη βρισκόταν ο δήμος Στειρίας ενώ λίγο βορειότερα μεταξύ Στειρίας και Βραυρώνας βρίσκονταν οι Λαμπτρές [30].
Οι κυριότεροι δήμοι των Μεσογείων ήταν η Δεκέλεια στην περιοχή του σημερινού Τατοΐου, ο Χολαργός, η Κηφισιά, η Φλύα, η Άθμονον, η Λευκονόη, η Εκάλη, η Σφητός, οι Αφίδνες, οι Αχαρνές, η Φυλή, οι Ελευθερές, η Οινόη, η Παιανία και η Παλλήνη. Ο Χολαργός βρισκόταν στην δυτική πλευρά του λεκανοπεδίου σε τελείως διαφορετική θέση από τον σημερινό Χολαργό[33]. Η Φλύα βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού Χαλανδρίου ενώ η Άθμονον βρισκόταν στην περιοχή του Αμαρουσίου. Στην περιοχή αυτή υπήρχε ιερό της Αμαρυσίας Άρτεμης[34]. Στα σύνορα περίπου των σημερινών δήμων Ιλίου και Περιστερίου πρέπει να βρισκόταν σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις ο αρχαίος δήμος της Λευκονόης. Στο παρελθόν πίστευαν ότι στην θέση του σημερινού δήμου Ιλίου βρισκόταν ο αρχαίος δήμος Τρώων ή Ξυπέτης, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από την σύγχρονη έρευνα[35]. Η Κηφισιά, οι Αχαρνές, οι Αφίδνες, η Παλλήνη, η Παιανία και η Εκάλη βρίσκονταν στην θέση των σημερινών ομώνυμων δήμων ενώ η Σφηττός από την οποία πήρε το όνομα η σημερινή λεωφόρος Λαυρίου (σφηττια οδός ) βρισκόταν δυτικά του σημερινού δήμου Κρωπίας. Επίσης ο Ωρωπός στα βόρεια της Αττικής ήταν άλλοτε Αθηναϊκή πόλη και άλλοτε Βοιωτική.

Οι αποικίες της Αθήνας [Επεξεργασία]

Η Αττική κατά τον πρώτο αποικισμό αποτέλεσε μητρόπολη πολλών ιωνικών αποικιών στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά του Αιγαίου. Ο μύθος αναφέρει τον γιο του Κόδρου, Άνδροκλο ως ιδρυτή της Εφέσου, και τον Αθηναίο Φιλογένη ως ιδρυτή της Φώκαιας μαζί με Φωκείς αποίκους[36]. Κατά τον δεύτερο αποικισμό οι Αθηναίοι δεν δημιούργησαν πολλές αποικίες σε αντίθεση με άλλες εμπορικές δυνάμεις της εποχής. Την εποχή του Περικλή όμως, όταν η Αθήνα βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της προχώρησε στην ίδρυση δύο σημαντικών εμπορικών αποικιών. Ίδρυσε την Αμφίπολη το 437 π.Χ. στην περιοχή της Θράκης και τους Θούριους το 444 π.Χ. στην θέση της παλιάς κατεστραμένης αποικίας Σύβαρης στην νότια Ιταλία. Η διείσδυση της Αθήνας στους εμπορικούς δρόμους της δύσης με την ίδρυση των Θουρίων, αύξησε την ανησυχία των Κορινθίων που μέχρι τότε έλεγχαν εμπορικά τις δυτικές αποικίες και ενίσχυσε την εχθρότητα τους προς τους Αθηναίους, κάτι που αποτέλεσε μία από τις αιτίες του Πελοποννησιακού πολέμου[37].

Δείτε επίσης [Επεξεργασία]